ηλεκτρομετρία

ηλεκτρομετρία
η
το σύνολο τών μεθόδων ηλεκτρικών μετρήσεων με χρήση ηλεκτρομέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrometry < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -metry (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μέτρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων τού Αντ. θ. Ηπίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρομετρία («ηλεκτρομετρικές μελέτες»). επίρρ... ηλεκτρομετρικώς και ά με ηλεκτρομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrometric < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + metric (πρβλ. μετρικός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”